Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Γιούργια στα παλιούρια απανταχού της χώρας



«Κι αν δεν έχουν λεφτά για να πληρώσουν το φόρο ακινήτων, να πουλήσουν ακίνητα για να τον πληρώσουν». Τάδε έφη πολύφερνος βουλευτής και πολιτικάντης της κακιάς ώρας, ο οποίος εκλέγεται χρόνια τώρα με μόνο προσόν το ότι είναι ‘’γιος του μπαμπά του’’, ενός εκ των δεινοσαύρων της ΝΔ. Ίσως και κάποιες ακριβές σπουδές σε πανεπιστήρια της Εσπερίας, αλλά αυτό το ''προσόν'' μάλλον δεν το γνωρίζουν οι ψηφοφόροι του.Το μόνο που γνωρίζουν είναι το όνομά του, το επώνυμο του πατέρα του και αυτό ψηφίζουν.

Αλήθεια, ένα ένσημο έχει κολλήσει σε όλη του τη ζωή ο κύριος Βαρβιτσιώτης; Μήπως μπορεί να μας πει ποια ήταν η διαδρομή του μέσα στην ελληνική κοινωνία πριν διαβεί την πύλη του Κοινοβουλίου για να μας ‘’σώσει’’; Αν έβγαλε ένα μεροκάματο, αν μπήκε σε ένα αστικό λεωφορείο τα χαράματα για να πάει στη δουλειά του;

Όμως, δεν φταίει αυτός που μας βγάζει τη γλώσσα. Οι ψηφοφόροι του φταίνε που του δώσανε αυτό το δικαίωμα. «Πρέπει να πληρώνουμε με βάση την αξία της περιουσίας μας», απεφάνθη με αυστηρό ύφος ο υιός Βαρβιτσιώτης. «Γιατί, συμπλήρωσε, δεν μπορεί κάποιος να έχει ακίνητο στη Μύκονο και να μην πληρώνει». Βεβαίως- βεβαίως, ακίνητο στη Μύκονο, όπως έχουν όλοι οι Έλληνες που ξεσκίστηκαν να πληρώνουν χαράτσια τα τελευταία χρόνια για τα σπίτια τους, τις αποθήκες τους, κάθε ηλεκτροδοτούμενο χώρο.

Όλη η Ελλάδα είναι Μύκονος για τον βουλευτή. Τόσα ξέρει τόσα λέει. Μύκονος το Αρματολικό ψηλά στον Αχελώο και τα Πουγκάκια στη Φθιώτιδα, ακίνητο αλά Μυκόνου ο χερσότοπος στα Βραγκιανά Ευρυτανίας, τα πουρνάρια στην Κοκκινομηλιά της Εύβοιας, ο κηπάκος του μπάρμπα- Νίκου σε μια χαράδρα κάτω από την Τούρλα (όχι του Σαββάτου, βουναλάκι της Εύβοιας είναι)- είναι και ποτιστικός παναθεμάτον τον. Μύκονος και οι ελιές του Σταύρου, καμιά πενηνταριά όλες κι όλες, σκορπισμένες σε 5-6 αγροτεμάχια, για τις οποίες θα πληρώνει φόρο γιατί δεν είναι κατ' επάγγελμα αγρότης (τον φαντάζεσαι τον Σταύρο με 50 ελιές να είναι επαγγελματίας αγρότης, να ζει την οικογένειά του, να σπουδάζει τα παιδιά του και να του μένουνε να πληρώνει κα τους φόρους του από το εισόδημα που θα του έδιναν αυτές οι ελιές;).

Τη Μύκονο ξέρει ο άνθρωπος, Μύκονος φαντάζεται ότι είναι όλη η Ελλάδα. Εκεί πηγαίνει για να ξεσκάσει μετά την κοπιαστική δουλειά του στο Κοινοβούλιο. Εκεί πεταγόταν και ο μεταλλωρύχος  πατέρας μου όταν είχε ρεπό από τις γαλαρίες όπου δούλευε. Εκεί πάει και ο άνεργος για να ξοδέψει το επίδομα ανεργίας που του δίνει η κυβέρνηση του κυρίου Βαρβιτσιώτη. Στη Μύκονο ξεσκάνε και μαζεύουν ήλιο οι άστεγοι των μεγαλουπόλεων, εκεί γεμίζουν τις άδειες ώρες τους οι σακάτηδες που μήνες τώρα περιμένουν να τους καλέσουν για να περάσουν από τις Επιτροπές.

Μύκονος όλη η Ελλάδα. Και εξ ορισμού κλέφτες και τεμπέληδες όλοι οι Έλληνες. Ίσως πολλοί εκ των πολιτικάντηδων του Κοινοβουλίου μας να κρίνουν από τους εαυτούς τους. Το γεγονός, όμως, είναι ότι εμείς, με την ψήφο μας, τους δίνουμε το δικαίωμα να μας ‘’μαλώνουν’’, να μας επιτιμούν, να μας κουνάνε το δάχτυλο και να μας βγάζουν αναιδώς τη γλώσσα.

Εδώ βγάλαμε δύο πρωθυπουργούς μόνο και μόνο λόγω ονόματος. Τον ένα γιατί ήταν γιος του πρωθυπουργού πατέρα του. Τον άλλο γιατί είχε το ίδιο όνομα με τον πρωθυπουργό θείο του. Γλυτώσαμε με τον έτερο ανιψιό, γιατί είχε την ατυχία- κι εμείς την ‘’τύχη’’- να είναι ανιψιός από αδελφή και συνεπώς δεν έφερε το ίδιο επώνυμο με το θείο του. Για το Μιχάλη το Λιάπη ο λόγος, που δεν τα κατάφερε να γίνει κάτι παραπάνω από υπουργός, γιατί απλούστατα δεν λεγότανε Καραμανλής.

Τα σκεφτόμουνα όλα αυτά προχθές, καθώς περπατούσαν στο πεζοδρόμιο μπροστά στον ‘’Άγνωστο’’. Κάγκελα παντού και κλούβες στις γωνίες και στους  παράδρομους, δείγμα της ποιότητας επικοινωνίας του ‘’ναού της Δημοκρατίας’’ με το λαό. Άφαντοι οι Έλληνες, μόνο ξένοι τουρίστες που φωτογράφιζαν τα κάγκελα και τους τσολιάδες του μνημείου. Και δεκάδες ταξί παρκαρισμένα στη μία λουρίδα κυκλοφορίας- της άδειας ούτως ή άλλως λεωφόρου- που περίμεναν να πάρουν τους τουρίστες.

Πριν αρκετά χρόνια ένας- τότε- υπουργός, μου ζήτησε τη γνώμη μου για το πώς ανταποκρίνονται οι υπουργοί στα μηνύματα της κοινωνίας.. ‘’Είστε- του είπα- βολεμένοι σε μια λιμουζίνα, η οποία έχει φιμέ παράθυρα. Μόνο που το φιμέ αυτό λειτουργεί ανάποδα, σας εμποδίζει να βλέπετε έξω. Βλέπετε μόνο το πολυτελές εσωτερικό της λιμουζίνας και νομίζετε ότι αυτή είναι η εικόνα της κοινωνίας’’.
Περίπου την ίδια εποχή, ένας άλλος υπουργός- της γενιάς του Πολυτεχνείου αυτός- επέμενε ότι τίποτε δεν άλλαξε σε σχέση με τα φοιτητικά μας χρόνια. ‘’Αν χρειαστεί, έλεγε, θα προτάξουμε και πάλι τα στήθη μας, όπως τότε’’. ‘’Όχι, φίλε. Του απάντησα. Το μόνο που μπορούμε να προτάξουμε πλέον είναι οι χοντρές κοιλιές μας και όχι τα στήθη μας’’, χωρίς βέβαια να εννοώ με αυτό ότι φταίνε οι κοιλιές μας.

Μάλλον ρομαντικός ήμουνα τότε. Πίστευα ακόμη ότι οι υπουργοί μπορούν κάποια στιγμή να κάνουν την υπέρβαση και να βγουν από τη λιμουζίνα ή τουλάχιστον να κατεβάσουν τα φιμέ παράθυρα για να δούνε τι συμβαίνει έξω. Πίστευα ότι κάποιοι είχαν ακόμη τη διάθεση να προτάξουν κάτι, έστω και τις κοιλιές τους. Σήμερα δεν πιστεύω τίποτε από αυτά. Τα αδιαφανή παράθυρα έγιναν πλέον υψηλά τείχη και το λίπος της κοιλιάς πλημμύρισε και τον εγκέφαλο. Ξέρουν τι κάνουν όταν ψηφίζουν με συνοπτικές διαδικασίες νομοσχέδια του ενός άρθρου, όπως είναι τα τερατώδη μνημόνια, που σβήνουν με μία μονοκονδυλιά τις ζωές, τα όνειρα και τις ελπίδες εκατομμυρίων ανθρώπων, που ληστεύουν ξεδιάντροπα τους κόπους και τις οικονομίας δεκαετιών.

Τη δική τους ευημερία υπερασπίζονται, την ευημερία των απογόνων τους. Την ατιμωρησία τους οχυρώνουν, το βαρέλι με το μέλι κρατάνε για τον εαυτό τους, για να βουτάνε ολάκεροι μέσα και όχι μόνο το δάχτυλό τους. Κι όλα αυτά τα κάνουν με μια πρωτοφανή αναλγησία, με μια ψυχρότητα που θα τη ζήλευε ακόμη και ο πιο ψυχρός εκτελεστής του νυχτερινού υποκόσμου.

Όμως, καλό θα είναι να ρίχνουν κάπου- κάπου και καμιά ματιά στην ιστορία. Η τύχη της Αντουανέτας, που αναρωτιόταν γιατί οι εξεγερμένοι ‘’αφού δεν έχουν ψωμί, δεν τρώνε παντεσπάνι’’, ίσως να τους προκαλούσε κάποιο φόβο. Γιατί όταν έρθουν αντιμέτωποι με την οργή των απελπισμένων, των εξοργισμένων και των κολασμένων τούτης της κοινωνίας, θα είναι πολύ αργά για να μετανοήσουν.

Σ.Σ. Τις τελευταίες ημέρες πολλά ακούω περί της ανάπτυξης που έρχεται και δεν συμμαζεύεται. Και εκεί κάπου ανάμεσα στις διθυραμβικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, τις μεγαλόστομες ανοησίες του Κεδίκογλου- άλλος ένας εθνοπατέρας κληρονομικώ δικαιώματι- τις στομφώδεις διαβεβαιώσεις του Στουρνάρα και τις λίαν επικίνδυνες απεραντολογίες του Ευάγγελου, τινάχτηκα ακούγοντας στην τηλεόραση μια βροντώδη φωνή που μας προέτρεπε να αγοράσουμε ένα laptop ‘’μόοοονο 599 ευρώ’’.
Αλήθεια, σκέφτηκε αυτομάτως, τι είναι σήμερα 599 ευρώ. Σχεδόν δύο μισθοί ‘’κοινωνικής εργασίας’’- το μόνο όπλο που προβάλει η τρικομματική κυβέρνηση (ως υπερόπλο μάλιστα) για την καταπολέμηση της ανεργίας. Δυο μισθοί, λοιπόν, ενός νέου κάτω των 25 ετών,, για την αγορά ενός laptop. Περισσεύουν κάτι ψιλά που μπορεί ο τυχερός νεανίας να τα διαθέσει για την αγορά των αναλώσιμων (χαρτί, μελάνι κλπ).

Αυτή είναι η ανάπτυξη που επαγγέλλονται οι κυβερνώντες. Αλλά οι τυχεροί που θα προσληφθούν για κοινωνικοί εργασία, ας μην στενοχωριούνται. Η πρόσληψή τους θα είναι για πέντε μήνες. Άρα, θα αγοράσουν το laptop και τα αναλώσιμα, και θα τους μείνουν και τρεις ολάκεροι μισθοί (σκάρτα ένα χιλιάρικο) για να πορεύονται όταν θα μείνουν και πάλι άνεργοι.