Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Χυδαία νταηλίκια, χυδαίων πολιτικάντηδων της- δικής μας- ''συμφοράς''



Η ‘’επιείκεια’’ είναι το γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον κυβερνητικό μας εκπρόσωπο, τον Σίμο, ντε, τον Κεδίκογλου. Στάζει μέλι το στόμα του, αποπνέει μεγαλοθυμία για τους αντιπάλους του, πολιτικούς ή μη. Και προπαντός, συγκλονίζεται- και δεν το κρύβει- για τις τραγωδίες που συντελούνται καθημερινά γύρω μας. Πονά κι αυτός για τα θύματα του μεγάλου μνημονιακού λιμού (ή μήπως, λοιμού), θλίβεται για τα δεινά του ελληνικού λαού, δεν φείδεται λόγων και εκφράσεων συμπαθείας, όπως άλλωστε και όλοι οι συγκυβερνώντες και συμψηφίσαντες τους νόμους των οδυνών (των οδυνών όχι της γέννησης μιας καινούργιας ζωής, αλλά του θανάτου κάθε ελπίδας και του οδυρμού ενός ολόκληρου λαού που ψυχορραγεί καθώς κατατεμαχίζεται δίχως αναισθητικό στο κρεβάτι της προκρούστειας σωτηρίας του).
‘’Οργίζεται’’ ο ατσαλάκωτος εκπρόσωπος. Αλλά- όλα κι όλα- η οργή του δεν τον κάνει να ξεχάσει να δέσει σωστά τον κόμπο της γραβάτας του. Διαγωγή κοσμιοτάτη, την ώρα που χρεώνει όλους τους άλλους- τους ‘’απέκειδες’’ που θα λέγανε και οι πατρινοί- με διαγωγή κοσμία.
Αλλά ο κύριος εκπρόσωπος δεν είναι από την Πάτρα. Όμως, ‘’απέκειδες’’- τουτέστιν ‘’εκείθεν του καναλιού’’- είναι και οι δικοί του ψηφοφόροι, της Εύβοιας, που τούτες τις μέρες κλαίνε, αντάμα με ‘’απέκειδες’’ πολιτικά συμπατριώτες τους, το δικό τους παιδί που δηλητηριάστηκε από το δηλητήριο του μνημονιακού μονοξειδίου.
Κύριε εκπρόσωπε, να πας να πεις αυτά τα περί ‘’επιεικώς εξαιρετικά θλιβερής προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά το τραγικό δυστύχημα των δύο νέων στη Λάρισα’’, εκείθεν της Μεγάλης Γέφυρας μετά το τσιμεντάδικο. Στη Χαλκίδα που θρηνεί, σε κάποια από τα κοντινά χωριά, όπου συγγενείς και συν-άνθρωποι του παλικαριού οδύρονται, αλλά και συσσωρεύουν οργή. Πολλή οργή, κύριε εκπρόσωπε. Οργή που θα γίνει καυτερή λάβα, που θα κάψει στο πέρασμά της τους λωποδύτες και τους εποχούμενους- τσαμπατζιστί, που θα έλεγε και ο Σημίτης- της εξουσίας. Της άνομης, αλλά προπαντός ανήθικης εξουσίας σας.
‘’Κλαίω όλη μέρα σήμερα’’, μου είπε στο τηλέφωνο η γραία μάνα μου. Δεν γνωρίζει τα παιδιά, αλλά είναι δικά της παιδιά, γιατί είναι μάνα. Γιατί πούλησε το μεδούλι των οστών της- όχι την  καρδιά και την ψυχή της, κύριε εκπρόσωπε- για να αναστήσει τα δικά της παιδιά. Γιατί τρέμει σήμερα για τα εγγόνια της, που βολοδέρνουν στις λεωφόρους του μνημονιακού μέλλοντος που με πλήρη συνείδηση χτίζετε σε τούτο τον τόπο. Παρά  τη ‘’λύπη’’ σας., παρά την ‘’κατανόησή’’ σας, παρά τη ‘’συμπαράστασή’’ σας στους πένητες και πεινασμένους.
Στη μάνα μου να πας να μιλήσεις για ‘’λαϊκισμό’’. Στη γιαγιά των παιδιών μας, που όταν της ανακοινώσατε ότι της κόβετε το ‘’δώρο’’ από τη σύνταξη του ΟΓΑ- σύνταξη, κύριε εκπρόσωπε, όχι επίδομα, πλήρωσε εισφορές για να την πάρει- το μόνο που βρήκε να πει ήταν: ‘’και τώρα πως θα χαρτζιλικώνω τα εγγόνια μου στις γιορτές; Βλέπεις, το ‘’δώρο’’ της σύνταξής της ήταν το δικό της ‘’δώρο’’ στα εγγόνια της. Ήταν η χαρά της, να τους μοιράζει από ένα πενηντάρικο κάθε Χριστούγεννα και από ένα εικοσάρικο κάθε Πάσχα και καλοκαίρι που τα έβλεπε.
Κι αυτή τη χαρά της την στερήσατε, κύριε εκπρόσωπε. Για ‘’να σωθεί η χώρα’’, για να μην πειραχτούν οι ομοτράπεζοι και συναγελαζόμενοι γύρω από τον μπεζαχτά της εξουσίας.
Ο γέρος μου δεν κλαίει, κύριε εκπρόσωπε. Χαμένος στο πέλαγος της γεροντικής του άνοιας, κληρονομιά των υπερβαρέων ενσήμων του στις γαλαρίες- πρέπει να έχεις ακουστά, εκεί στο Μαντούδι βρίσκονταν, στην εκλογική σου περιφέρεια. Δεν κλαίει, αλλά απορεί. Απορεί για όσα του βομβαρδίζουν το αδύναμο μυαλό του, για την ύπουλη ησυχία που έχει πλακώσει το χωριό, για τα παιδιά που φεύγουν, αλλά και δεν έρχονται ούτε στις γιορτές γιατί- λένε- η βενζίνη κοστίζει. Και οργίζεται για την αδυναμία του, που είναι γέροντας και δεν μπορεί να βοηθήσει. Καμιά φορά μονάχα, σηκώνει απειλητικά το μπαστούνι του σημαδεύοντας την τηλεόραση, αλλά ως εκεί. Υποοξυγονωμένος κοιμάται στην καρέκλα του, υπό τον ήχο των παιάνων των πρετεντερο- καψήδων αναλυτών του τρόμου και της υποταγής.
‘’Αγάντα, γέρο, μη πεθάνεις τώρα, η σύνταξή σου είναι πολύτιμη’’, μουρμουρίζει καμιά φορά. Μια σύνταξη των 600 ευρώ- δεν δικαιούται ΕΚΑΣ- ‘’κερδισμένη’’ σε εκείνες τις γαλαρίες του Μαντουδιού, κύριε εκπρόσωπε, μα και σε πιο μακρινές στις χώρες- σωτήρες του Βορρά.
Τα άλλα δεν τον αφορούν πλέον. Η γριά του φροντίζει για τα υπόλοιπα. Για το ψωμί, το λιγοστό φαϊ, τους λογαριασμούς και τα χαράτσια. Αλλά και για το τσίπουρο, που πρέπει πάντα να υπάρχει στο σπίτι. Για να τρατάρει τον ταχυδρόμο που φέρνει κάθε μήνα τη σύνταξη στο σπίτι.
‘’Λαϊκιστής’’ και ο γέρος μου, κύριε εκπρόσωπε. Τον τιμωρήσατε, κόβοντάς του το ‘’δώρο’’ και αυξάνοντας τη συμμετοχή του στη φιάλη οξυγόνου που χρειάζεται για να συνεχίσει να ζει. Που πλέον χρειάζεται πολλές υπογραφές κάθε τόσο για να συνεχίσει να την προμηθεύεται, έστω και πληρώνοντάς την ακριβότερα.
Α, και κάτι άλλο. Η θητεία του αγροτικού γιατρού έληξε πριν αρκετό καιρό και τώρα οι γερόντοι μας τρέχουν στο Ξηροχώρι, κύριε εκπρόσωπε- το ξέρεις το Ξηροχώρι, έτσι δεν είναι; ξέρεις και το λυμφατικό Κέντρο Υγείας που λειτουργεί (τρόπος του λέγειν) εκεί, πάνω από 130 χιλιόμετρα μακριά από το… κοντινότερο νοσοκομείο της Χαλκίδας- πληρώνουν στους ιδιώτες γιατρούς για να γράφουν τα φάρμακά τους. Με αυτό τον τρόπο μειώνονται και οι δαπάνες για την υγεία, ίσως και το όφελος να είναι μεγαλύτερο, αν αρχίσουν να ξεκληρίζονται οι γέροντές μας.
Ξεστράτισε το μυαλό μου, κύριε εκπρόσωπε. Οι αναθυμιάσεις του μαγκαλιού της ανέχειας, βλέπεις. Είμαι λαϊκιστής, ναι. Είμαι αγανακτισμένος, ναι. Είμαι θυμωμένος, ναι. Γιατί, όχι, δεν τα φάγαμε μαζί. Δεν καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι, κύριε. Δεν είχα την ‘’τύχη’’ να είμαι γόνος ‘’ανδρών οικονομικά επιφανών’’, μηδέ ηθικά λαμογιών. Δεν ζεστάθηκα σε κανένα προγονικό πολιτικό τζάκι.
Και είμαι συγκλονισμένος. Ναι, είμαι, όπως όλος ο ελληνικός λαός. Όμως, εσείς, οι πολιτικοί του ορθού γραβάτινου κόμπου και του ατσαλάκωτου κουστουμιού δεν είστε συγκλονισμένοι. Ψεύδεστε. Γιατί ο συγκλονισμένος πολιτικός, ένα μόνο τρόπο έχει για να αποδείξει την αλήθεια του συγκλονισμού του. Να παραιτηθεί, να τσακιστεί και να αδειάσει τη γωνιά στην οποία καλοκάθεται. Όλα τα άλλα είναι ‘’τσάμπα μαγκιές’’ και νταηλίκια ‘’παλιάς κοπής’’.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου